μολυβδώνω

μολυβδώνω
[-ώ (ο)] см. μολυβώνω 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μολυβδώνω" в других словарях:

  • μολυβδώνω — (ΑΜ μολυβδώ, όω) [μόλυβδος] νεοελλ. επικαλύπτω, επενδύω κάτι εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, βαραίνω κάτι με την προσθήκη μολύβδου αρχ. παθ. μολυβδοῡμαι, όομαι α) λειώνω σαν μόλυβδος β) (για το παιγνίδι τών αστραγάλων) είμαι γεμάτος με μόλυβδο… …   Dictionary of Greek

  • επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα μολύβδου 2. λεπτότατη επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια τής κάννης τού όπλου που οφείλεται σε παρατεταμένη χρήση μολύβδινων βολίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μολυβδώνω. Η λ. στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • επιχαλυβώνω — και επιχαλυβδώνω καλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ) ώνω (< χάλυψ). To δ αναλογικό προς το μολυβδ ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ + αρχαία κατάλ. δος κατά τά κίβ δος*, λύγ δος*. Στη… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδωτός — ή, ό (Α μολυβδωτός, ή, όν) [μολυβδώνω] αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο νεοελλ. ο κατασκευασμένος από μόλυβδο …   Dictionary of Greek

  • μολυβδώ — μολυβδῶ, όω (Α) βλ. μολυβδώνω …   Dictionary of Greek

  • μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… …   Dictionary of Greek

  • μολύβδωση — η (Α μολύβδωσις και μολίβδωσις) [μολυβδώνω] νεοελλ. 1. επένδυση ή επικάλυψη με πλάκες ή φύλλα μολύβδου 2. (φυτοπαθολ.) άλλη ονομασία τής ασθένειας τών φυτών αργυροφυλλίας αρχ. κόλληση ή επίχριση με μόλυβδο …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»